πομπη

πομπη
    πομπή
    дор. πομπά ἥ
    1) отправление, посылка, доставка
    

(ξύλων Thuc.)

    Εὐρυσθέως πομπαῖσι Eur. — будучи послан Эврисфеем

    2) насылание, ниспосылание
    

(ἥ τοῦ ἐνυπνίου π. ὑπὸ Διὸς τῷ Ἀγαμέμνονι Plat.)

    θεοῦ τινος πομπῇ Her. — по внушению какого-л. божества;
    τὸ πομπῇ θείᾳ φαινόμενον Plut. — божественное наитие

    3) сопровождение, проводы
    

οὔτε θεῶν πομπῇ οὔτε ἀνθρώπων Hom. — не имея помощи ни от богов, ни от людей;

    οὐρία π. Eur. — попутный ветер;
    ἀνταία π. Eur. — встречный ветер

    4) переезд, поездка; возвращение
    

πομπέν δόμεναι Hom. — даровать (благополучное) возвращение;

    πομπέν τείνειν Aesch. — совершать путь

    5) торжественное шествие, процессия
    

(ἱερὰ σκεύη περὴ τὰς πομπάς Thuc.)

    πομπέν πέμπειν Thuc. — устраивать шествие;
    ὑπὸ πομπῆς ἐξάγειν τινά Her. — вести кого-л. во главе процессии

    6) торжественность, пышность
    

(π. καὴ ῥημάτων ἀγλαϊσμός Plat.)

    7) (у римлян) триумфальное шествие Polyb.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Полезное


Смотреть что такое "πομπη" в других словарях:

  • πομπή — conduct fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπή — η, ΝΜΑ πανηγυρική ή θρησκευτική συνοδεία με τη συμμετοχή πολλών μαζί ανθρώπων (α. «πομπή Επιταφίου» β. «νεκρική πομπή» γ. «Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῡντο», Ηρακλ.) νεοελλ. 1. συνοδεία πολλών μαζί προσώπων ή οχημάτων 2. διαπόμπευση 3. ντροπή, αίσχος,… …   Dictionary of Greek

  • πομπῇ — πομπῆι , πομπεύς one who attends masc dat sg (epic ionic) πομπή conduct fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπή — η 1. συνοδεία πανηγυρική, τελετή. 2. διαπόμπευση. 3. ντροπή, ενοχή: Εμακρύναν οι ποδιές τους και σκέπασαν τις πομπές τους (παροιμ., με τα πλούτη σκεπάζουν τα ηθικά μειονεκτήματα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πομπῆ — πομπεύς one who attends masc nom/voc/acc dual πομπεύς one who attends masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπαῖς — πομπή conduct fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπαῖσι — πομπή conduct fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπαῖσιν — πομπή conduct fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπαί — πομπή conduct fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπᾷ — πομπή conduct fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπῇσι — πομπή conduct fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»